τριγωνομετρικός

τριγωνομετρικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που έχει σχέση με την τριγωνομετρία ή τον τριγωνισμό: Τριγωνομετρικοί αριθμοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριγωνομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με την τριγωνομετρία («τριγωνομετρικός τύπος») 2. φρ. α) «τριγωνομετρικές συναρτήσεις» μαθ. οι έξι βασικές συναρτήσεις μιας γωνίας, που είναι το ημίτονο, το συνημίτονο, η εφαπτομένη, η συνεφαπτομένη, η τέμνουσα και …   Dictionary of Greek

  • παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …   Dictionary of Greek

  • συνεφαπτομένη — η τριγωνομετρικός αριθμός που εκφράζει το λόγο του συνημίτονου προς το ημίτονο κάποιου τόξου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”